- παρθενών
- ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνεςιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια τής οικογένειας2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώναςο περιώνυμος ναός τής Αθηνάς Παρθένου που οικοδομήθηκε στην αθηναϊκή Ακρόπολη στα χρόνια τού Περικλέους από τον Ικτίνο και τον Καλλικράτηαρχ.1. τμήμα τού ναού τής Αθηνάς στην Ακρόπολη όπου οι Ατθίδες φιλοτέχνησαν τον κόσμο, τα στολίδια τής θεάς2. ο σηκός τού ναού τής Αρτέμιδος στη Μαγνησία και τής Μεγάλης Μητρός στην Κύζικο και στην Ερμιόνη3. μονή παρθένων4. ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια5. (κατά το λέξ. Σούδα) «παρθενώνοςτοῡ τῶν παρθένων χοροῡ».[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + επίθημα -εών / -ών / -ώνας (πρβλ. παπυρ-ών)].
Dictionary of Greek. 2013.